- ἀυτμῇ
- ἀϋτμῇ , ἀυτμήbreathfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αϋτμή — ἀϋτμή, η (Α) 1. πνοή, αναπνοή 2. «πυρὸς ἀϋτμή», «ἀϋτμαὶ Ἡφαίστοιο» η θερμή πνοή του Ηφαίστου, η ζέστη από τη φωτιά 3. άρωμα, ευωδιά 4. οσμή, μυρωδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. φαίνεται να συνδέεται τόσο λόγω της μορφής και της σημασίας με… … Dictionary of Greek
ἀυτμή — ἀϋτμή , ἀυτμή breath fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀυτμήν — ἀϋτμήν , ἀυτμή breath fem acc sg (attic epic ionic) ἀϋτμήν , ἀυτμή breath masc nom/voc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
UNGUENTUM — pro vario usu multiplex est. Auctor est Athenaeus, priscos Graecos adeo eorum fuisse studioso, ut expioratum habuerint, ecquod Unguentum cuique membro esset accommodatum, Dipnosophist. l. 15. Ο῞τι δὶα σπουδῆς ἦν τοῖς παλαιοτέροις ἡ τῶν μύρων… … Hofmann J. Lexicon universale
ατμός — Η αέρια φάση των ουσιών οι οποίες κάτω από συνηθισμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας βρίσκονται σε υγρή κατάσταση. Σε αντίθεση προς τα αέρια, οι α. κάτω από συνηθισμένες συνθήκες βρίσκονται σε θερμοκρασία κατώτερη από την κρίσιμη. Ο α. λοιπόν … Dictionary of Greek
εισόκε — εἰσόκε( ν) και δωρ. τ. εἰσόκα (Α) 1. μέχρις ότου, μέχρι τού σημείου που («εἰς ὅ κε σ ἤ ἄλοχον ποιήσεται ἤ ὅ γε δούλην») 2. εφ όσον, τόσο χρόνο όσο («εἰς ὅ κ ἀϋτμὴ ἐν στήθεσσι μένῃ») … Dictionary of Greek
εύπρηστος — η, ο (ΑΜ εὔπρηστος, ον) αυτός που καίγεται εύκολα, ο εύφλεκτος αρχ. (φρ) «εὔπρηστος ἀυτμή» δυνατό φύσημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρηστος (< πίμπρημι «καίω»)] … Dictionary of Greek
νήυτμος — νήϋτμος, ον (Α) αυτός που δεν έχει, αναπνοή, άπνους («κεῑται νήϋτμος τετελεσμένον εἰς ἐνιαυτόν», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + ἀϋτμή «πνοή, αναπνοή»] … Dictionary of Greek
ἀυτμαῖς — ἀϋτμαῖς , ἀυτμή breath fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀυτμαί — ἀϋτμαί , ἀυτμή breath fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)